κανηφορώ

κανηφορώ
κανηφορῶ, -έω (Α) [κανηφόρος]
εκτελώ κανηφορία, φέρω πάνω στο κεφάλι τα ιερά κάνιστρα σε εορταστική πομπή («ἔμελλε γὰρ τῷ Διὶ τῷ βασιλεῑ κανηφορεῑν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κανηφόρῳ — κανήφορος carrying a basket masc/fem/neut dat sg κανηφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανηφόρωι — κανηφόρῳ , κανήφορος carrying a basket masc/fem/neut dat sg κανηφόρῳ , κανηφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκανηφορώ — έω, Α κανηφορώ* μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κανηφορῶ «φέρω πάνω στο κεφάλι τα ιερά κάνιστρα σε εορταστική πομπή»] …   Dictionary of Greek

  • κανηφορία — κανηφορία, ἡ (Α) [κανηφορώ] η μεταφορά, πάνω στο κεφάλι, τών ιερών κανίστρων σε εορταστική πομπή από τις κανηφόρους, το έργο τών κανηφόρων παρθένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”